επινομος

επινομος
    ἐπίνομος
    ἐπί-νομος
    2
    живущий в (той же) стране Pind.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "επινομος" в других словарях:

  • επίνομος — ἐπίνομος, ον (Α) [νόμος] 1. αυτός που κατοικεί στη χώρα, ο επιχώριος («ἔνθα καί νυν ἐπίνομον ἡρωίδων στρατὸν ὁμαγυρέα καλεῑ συνίμεν», Πίνδ.) 2. νόμιμος, κανονικός 3. κληρονόμος επιγρ. 4. ως ουσ. κάτοχος βοσκής επιγρ …   Dictionary of Greek

  • ἐπίνομον — ἐπίνομος visiting the land masc/fem acc sg ἐπίνομος visiting the land neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινομώτατος — ἐπίνομος visiting the land masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίνομα — ἐπίνομος visiting the land neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίνομοι — ἐπίνομος visiting the land masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»